- φτωχοπερήφανος
- η , ο1) бедный, но гордый; 2) высокомерный, кичливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτωχοπερήφανος — η, ο, Ν 1. άνθρωπος φτωχός αλλά περήφανος 2. (με αρνητική σημ.) ψωροπερήφανος … Dictionary of Greek
φτωχοπερήφανος — η, ο 1. ο φτωχός αλλά περήφανος (αξιοπρεπής). 2. (ειρωνικά), ψωροπερήφανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek